Πέμπτη 3 Ιουλίου 2025

Βλέπω τα κτίρια να πέφτουν σαν αστραπές - Keiran Goddard

Σχετικά πρόσφατα οι εκδόσεις Αλεξάνδρεια έκαναν ένα εμφατικό άνοιγμα στη μεταφρασμένη λογοτεχνία, μέρος της πρώτης τριάδας βιβλίων που κυκλοφόρησαν ήταν και το Βλέπω τα κτίρια να πέφτουν σαν αστραπές. Δεν γνώριζα τίποτα για τον Κίραν Γκόνταρντ, που γεννήθηκε το 1984 στην περιοχή του Μπέρμινχαμ, αυτό είναι το δεύτερο μυθιστόρημά του, είναι επίσης ποιητής ενώ ασχολείται επισταμένα με θέματα που σχετίζονται με την κοινωνική αλλαγή. Πέρα από μια διαίσθηση, άλλο εφόδιο δεν είχα σχετικά με αυτό το βιβλίο.

«Πάρε, για παράδειγμα, όλους τους ανθρώπους που ξέραμε όταν ήμασταν παιδιά. Τόσοι και τόσοι που άλλοτε ήταν σημαντικοί για την καθημερινότητά μας και τώρα δεν θυμόμαστε ούτε τα πρόσωπά τους ή τσακωνόμαστε στην παμπ για το ποιο ήταν το επώνυμό τους. Εγώ, ο Όλι, ο Πάτρικ, ο Κόνορ, η Σιβ, νομίζαμε πως είμαστε διαφορετικοί από τους γονείς μας, πιο δραστήριοι κάπως, πιο γενναίοι. Αλλά είχαμε άδικο. Κάνουμε ακριβώς τα ίδια λάθη, παραιτούμαστε από τα ίδια πράγματα, το ένα μετά το άλλο. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν μπορούμε να πιούμε στην υγειά του μύθου μας, να πούμε μερικές ιστορίες για όλα όσα δεν γίναμε».

Αν και το παραπάνω απόσπασμα εντοπίζεται στις τελευταίες σελίδες του μυθιστορήματος, θεωρώ πως το συνοψίζει σε μεγάλο βαθμό, τόσο θεματικά, περί τίνος πρόκειται αυτή η ιστορία, όσο και υφολογικά, η ποιητική –αλλά σε καμία περίπτωση ποιητικίζουσα– πρόζα. Μια παρέα ανθρώπων, που κάποτε υπήρξαν φίλοι, μεγάλωσαν παρέα, έκαναν όνειρα, μεθύσια, έφαγαν τα μούτρα τους, παρεξηγήθηκαν και ύστερα μόνιασαν, ήταν σίγουροι πως δεν θα γίνουν σαν τους γονείς τους, κάποιοι εγκατέλειψαν την πόλη, κάποιοι δεν άλλαξαν ούτε δρόμο, χάθηκαν και ξαναβρέθηκαν, δεν ήταν πια οι ίδιοι.

Η νεότητα, αρχής γενομένης από την παιδικότητα, εφορμά από μια διφορούμενη αντίφαση, εμείς θα μείνουμε σταθεροί, τα πράγματα θα αλλάξουν. Η απομάγευση της ενηλικίωσης, η κύρια ίσως έκφανσή της, με τη συνειδητοποίηση αυτή έχει να κάνει, εμείς αλλάξαμε, τα πράγματα δεν άλλαξαν, όχι προς το καλύτερο τουλάχιστον, εκεί που λέγαμε για πάντα τώρα λέμε τότε, εκεί που πιστεύαμε πως η λέξη φιλία θα είχε πάντα κεφαλαίο το γράμμα Φ, τώρα είναι μια ανάμνηση, συχνά θολή. Ο κόσμος αποδείχτηκε πολύ μεγαλύτερος από τις δυνάμεις μας, μας εξόντωσε, μας έκανε να νιώσουμε εφιαλτικά μικροί και λίγοι, ο χρόνος που κάποτε έμοιαζε αργοκίνητο καράβι σε ήρεμα ύδατα, τώρα προχωρά χωρίς να μας περιμένει, με δυσκολία κρατάμε το κεφάλι στην επιφάνεια, όσοι το κρατάμε ακόμα, η κάθε μέρα ακόμα μια μάχη επιβίωσης, πόσο αφελείς υπήρξαμε κάποτε.

Ο Γκόνταρντ αφηγείται μια ιστορία ενηλικίωσης τελευταίων σταδίων, μια ύστερη επικράτεια μιας οδυνηρής διαδικασίας, εκεί όπου η απομάγευση παραμερίζει μόνο για να επιτρέψει στην πραγματικότητα να εγκατασταθεί ολοένα και πιο άνετα και επιβλητικά. Ένας από τους αγαπημένους μου συγγραφείς είναι ο Τζον ΜακΓκρέγκορ, κυρίως για τον τρόπο του να στρέφει το παρατηρητήριο του στο πλέον αδιόρατο, μικρό, ατομικό, με έναν τρόπο γλωσσικά και υφολογικά μοναδικό. Εδώ υπάρχει μια ευδιάκριτη επιρροή, αρκούντως χωνεμένη και κατεστημένη οικεία. Και από μόνο του αυτό είναι αρκετό για να υποστηρίξει το πόσο μου άρεσε το βιβλίο αυτό, που ανήκει σε μια χαμηλών τόνων και βραδείας καύσης λογοτεχνία που πολύ μου αρέσει.

Από το απόσπασμα που επέλεξα, εκτός από τη σύνοψη της ιστορίας και του ύφους, περιλαμβάνει και την άλλη ιδιότητα του Γκόνταρντ, εκείνη του κοινωνικού επιστήμονα, του παρατηρητή των αλλαγών. Αυτό το γίναμε σαν τους γονείς μας, κάτι που ήταν πρωταρχική δήλωση αντιπαραδείγματος, το μόνο σίγουρο πως δεν θα γίνει αλλά έγινε και όσο και αν αρνηθήκαμε να το δούμε εντέλει το παραδεχτήκαμε έστω και χαμηλώνοντας το βλέμμα μπροστά στον καθρέφτη, εκτός από λογοτεχνική μαγιά, θεωρώ, πως συνοψίζει και το κομμάτι της κοινωνικής μελέτης. Τα πράγματα άλλαξαν, κυρίως προς το χειρότερο, ας δούμε μόνο το κομμάτι εργασία και κόστος/ποιότητα καθημερινής διαβίωσης, και εμείς γίναμε σαν τους γονείς μας, ούτε καν παρατηρητές της αλλαγής αυτής, γιατί αν την παρατηρούσαμε τότε ίσως και να αντιδρούσαμε, γίναμε σαν τους γονείς μας και τρέχουμε πίσω από την κάθε μέρα, χωμένοι και χαμένοι στην ατομική μας επικράτεια, κάποιοι με την αφέλεια πως θα καταφέρουν να πετύχουν, σε ό,τι και αν συνίσταται μια τέτοια επιτυχία.

Η φιλία, που πιστεύαμε πως θα κρατούσε για πάντα, ως απάγκιο, ως κυματοθραύστης, ως αλεξικέραυνο, ξέφτισε, γνωστοί άγνωστοι που αναλωνόμαστε με το δικό μας, που το εμείς έχει πια εκλείψει από το λεξιλόγιό μας, και μόνο σαν πικρή ανάμνηση κάποια βράδια αργά μας επισκέπτεται, και εμείς τίποτα δεν μπορούμε να κάνουμε γι' αυτό, η παρτίδα δεν σώζεται, παραλίγο θα έγραφα πατρίδα, και αυτό κάτι θα σημαίνει, δεν μπορεί, ίσως εκείνο το σύνθημα στους τοίχους πως μόνη πατρίδα είναι τα παιδικά μας χρόνια. Επανέρχομαι στην ποιητικότητα γιατί νιώθω την ανάγκη να διευκρινίσω ξανά πως δεν πρόκειται για ποιητικούρα, για μελό λέξεις και περιγραφές, για μια πλατφόρμα αναχωρητική, αλλά, ίσως αντίθετα, είναι εκεί, απολαυστικά ενταγμένη στην πρόζα, για να επισημάνει όσα λείπουν, όσα η ζωή στερείται, για να καταστήσει με τον τρόπο της ακόμα πιο ρεαλιστικό το πλαίσιο, για να απομακρύνει τόσο όσο τον προβολέα από τα πρόσωπα της πλοκής ώστε ο αναγνώστης να νιώσει οικεία, κάθε αναγνώστης με τον τρόπο του, κάποιος περισσότερο και κάποιος καθόλου, κάποιος αδιάφορα και κάποιος που δεν θα μπορέσει να μείνει ασυγκίνητος για όλα εκείνα που χάσαμε ενώ διατυμπανίζαμε πως ποτέ κάτι τέτοιο δεν θα συνέβαινε σε εμάς.

Γιατί αν υποθέσουμε, με φόβο και παίζοντας ένα τελευταίο χαρτί, πως ο έρωτας κάπως σώζεται με τη συντροφικότητα, με το μοίρασμα της καθημερινότητας, ένα εμείς που κάπως αντιστέκεται, έστω και όχι έτσι όπως το ονειρευτήκαμε διαβάζοντας ποίηση ή τραγουδώντας με τα μάτια κλειστά καπνίζοντας και πίνοντας, ίσως θα μπορούσαμε να πούμε πως ο έρωτας, έστω και ως μια κοινωνικοοικονομική συμμαχία, κάπως σώζεται, η φιλία, δυστυχώς, δυστυχέστατα, γαμώτο, δεν σώζεται, μαζί με εκείνη και η συλλογικότητα του βίου, μύριες ατομικότητες που το βράδυ δυσκολεύονται να κοιμηθούν. Και δεν είναι τυχαίο που οι πλέον δημοφιλείς τηλεοπτικές σειρές τη φιλία είχαν στο επίκεντρο, άνθρωποι που ό,τι και αν συνέβαινε στον μικρό ή μεγάλο κόσμο είχαν κάπου να γυρίσουν, να πιουν μια μπύρα, να γελάσουν και να κλάψουν, εκείνο που μας λείπει περισσότερο λαχταράμε, εκείνο γυρεύουμε, και πια τέτοιες σειρές δεν γυρίζονται ή δεν γίνονται επιτυχία, και αυτό κάτι θα σημαίνει.

Θα έπρεπε, ίσως, να έχω πει περισσότερα για το ίδιο το βιβλίο, για την αρτιότητα σε επίπεδο τεχνικό, για την απόλαυση σε επίπεδο γλωσσικό, για τον τρόπο με τον οποίο ο Γκόνταρντ διαχειρίστηκε το υλικό και σμίλεψε την ιστορία, για τα κεφάλαια, κάθε ένα με το όνομα ενός, που μας επιτρέπουν να δούμε πιο σφαιρικά τα συμβάντα, να ακούσουμε τη σκέψη πίσω από τη σιωπή, εκείνα που δεν ειπώθηκαν όταν ήταν η στιγμή, και θα μπορούσα με λίγο σύστημα, ίσως αν άφηνα και μερικές μέρες να περάσουν ακόμα, να προσθέσω ακόμα περισσότερα σχόλια, πιο αντικειμενικά, όσο αντικειμενική δύναται να είναι μια ανάγνωση, αλλά δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ, αυτό το βιβλίο με πήρε και με σήκωσε, χωρίς να το αντιληφθώ έγκαιρα, και όταν το αντιλήφθηκα ήταν ευτυχώς αργά, δεν μπορούσα να καταφύγω στη λογική, να πάρω απόσταση από το συναίσθημα, να επαναλαμβάνω πως αυτό είναι λογοτεχνία, μια ιστορία που κάποιος φαντάστηκε και θέλησε να πει. Και αυτή η εμπλοκή δεν θα συνέβαινε, όχι με τον ίδιο τρόπο, αν ο Γκόνταρντ δεν άφηνε τις σιωπές να μιλήσουν, το ανείπωτο να γεμίσει τα κενά, αν το κοινωνικό περιβάλλον χωρίς να πρόκειται για δοκίμιο δεν ήταν τόσο αληθοφανές στο κακοφόρμισμά του.

Ας το πω ξανά, παρότι προφανές, το βιβλίο αυτό μου άρεσε πάρα πολύ.

υγ. Για τα βιβλία του αγαπημένου ΜακΓκρέγκορ ένα νήμα εδώ.

Μετάφραση Νατάσα Σίδερη
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου